<<O γανωτής ή καλατζής>>
Με το πέρασμα των χρόνων, καθώς ο τρόπος ζωής , οι ανάγκες των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής πολλών προϊόντων αλλάζουν, πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή αντικαθιστούνται από άλλα που έχουν να κάνουν με το σύγχρονο τρόπο ζωής.....
Τα παλιά χρόνια τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους ανάγκες και ιδίως στη μαγειρική, ήταν μπακιρένια (χάλκινα).
Αυτά με τον καιρό και την πολύ χρήση οξειδώνονταν και γινόντουσαν επικίνδυνα για την υγεία των ανθρώπων.
Έτσι έπρεπε να περαστεί η επιφάνειά τους με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος) για να προστατευθούν από την επικίνδυνη οξείδωση, τη γανίλα.
Αυτή η δραστηριότητα ήταν το γάνωμα.
Ο γανωτής στην περιοχή μας λεγόταν και «καλατζής» και η ονομασία αυτή προερχόταν από το υλικό που χρησιμοποιούσαν, το «καλάι».
Ο γανωτής (πλανόδιος συνήθως “ μάστορας ” με μαυρισμένα λόγω δουλειάς ρούχα και με λερή τραγιάσκα) ξεκινούσε κάθε πρωί με ένα άδειο τσουβάλι στις γειτονιές και μάζευε τα μπακιρένια μαγειρικά σκεύη από τα νοικοκυριά (κατσαρολικά , τηγάνια , μπρίκια , ταψιά , καζάνια όλων των μεγεθών , και όλα γενικά τα χαλκώματα) που χρειαζόντουσαν να γανωθούν.
Αφού σημείωνε πόσα σκεύη έπαιρνε από κάθε νοικοκυριό επέστρεφε στο εργαστήρι του.
Η τέχνη του γανωματή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν.
Αν και η χρήση του κασσίτερου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.
Ο καθαρισμός των σκευών γινότανε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Τα παλιότερα χρόνια τρίβανε τα σκεύη με μοσχαρίσιο δέρμα και μετά τα ρίχνανε μέσα σε άμμο και νερό και τα τρίβανε με συρματόβουρτσα, για να καθαρίσει το χάλκωμα.
Στα μεγαλύτερα σκεύη (καζάνια, ταψιά κ.α.) έμπαινε με τα πόδια ο γανωτής και τα έτριβε με τριμμένη στουρναρόπετρα για να φύγει η σκουριά.
Άλλοι γανωτές ζέσταιναν νερό σε ένα μεγάλο καζάνι, ρίχνανε μέσα στάχτη και έβαζαν τα σκεύη να βράσουν, μέχρι να φουσκώσει το χάλκωμα και να φύγει η βρωμιά.
Στη συνέχεια για να καθαρίσουν ακόμα καλύτερα σπάζανε πετροκάρβουνο και τα τρίβανε με αυτό.
Όσο περνούσαν τα χρόνια ανακαλύπτανε πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να γανώνουν τα σκεύη.
Άλλη μία μέθοδος ήταν η εξής:
Ο γανωτής άναβε τη φωτιά και έβαζε τα χαλκώματα να ζεσταθούν καλά και να λιώσουν όλα τα λίπη και η λίγδα που μπορεί να είχαν τα σκεύη.
Ύστερα τα έπαιρνε και τα έβαζε σε μια ρηχή γούρνα, το γιαλάκι, και τα έτριβε με άμμο για να καθαρίσει. Μετά το έβαζε στη φωτιά και μόλις ζεσταινόταν καλά, έπαιρνε το νισατίρι (μια σκόνη σαν ζάχαρη) και πασάλειβε καλά το σκεύος από το μέσα μέρος. Έπειτα έβαζε πάνω και το καλάι όπου το άλειφε καλά για να πιάσει και μετά με το παλάτσι, κάτι σαν βαμβάκι, το έτριβε καλά για να γίνει το λεγόμενο κασσιτέρωμα.
Αν δεν ήταν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, επαναλαμβάνανε τη διαδικασία.
Στο τέλος το σκούπιζαν με ένα καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει και φαινόταν σαν καινούργιο.
Η κλασική φιγούρα του γανωτή να γυρίζει στις ρούγες του χωριού και να διαλαλεί τη δουλειά του είναι χαραγμένη στη μνήμη των παλαιοτέρων.
Η μαύρη λόγω δουλειάς εμφάνισή του φόβιζε τα παιδιά και δεν ήταν λίγες οι μανάδες που τον είχαν σαν «μπαμπούλα» προκειμένου να είναι φρόνιμα τα παιδιά τους.
Παρά την εμφάνιση βέβαια, επρόκειτο πάντα για καλοκάγαθους, πολύ εργατικούς ανθρώπους που εκτός από το μεροκάματο που εξασφάλιζαν με αυτόν τον τρόπο, διέσωζαν και ένα πανάρχαιο επάγγελμα μέχρι σχεδόν τις μέρες μας …
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν
«Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση.
Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα ΓΑΝΩ = δίνω λάμψη…
΄΄Στην φωτογραφία εικονίζεται ο Ευαγγέλου Δήμήτριος (μπαρμπαμήτσος) όπως τον αποκαλούσαν στο χωριό να γυρίζει στις γειτονιές του χωριού με το σάκο του , επίσης στη φωτογραφία είναι έξω από το καφενείου του Σκαρλίγκου με διάφορους χωριανούς Μαχαλιώτες΄΄.
Ευχάριστες αναμνήσεις
πηγή facebook : Αναμνήσεις έθιμα Φυτειωτών
0 Comments